Σικελοῦ

Σικελοῦ
Σικελός
Sicilian
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • CYCLEUS — pater Ationis, quem Delphine eo (Taenaron promontor. in quo fanum Methymnaei Arionis) advectum imago testis est, ad effigiem casus et veri operis expressa aere, Solin. c. 7. Vide Pausaniam. Mentio Cyclei, in Epigrammate, quod subiectum imagini… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • βασίλειος — I Όνομα δύο Βυζαντινών αυτοκρατόρων. 1. Β. Α’ ο Μακεδών (813; 886). Βυζαντινός αυτοκράτορας (867 886) που εγκαινίασε τη μακεδονική δυναστεία. Ο Β., άσημης καταγωγής και αμόρφωτος, που η σωματική του ρώμη και η εξαιρετική ιππευτική του ικανότητα… …   Dictionary of Greek

  • Κωνσταντίνος ο Σικελιώτης — (τέλη 9ου – αρχές 10ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός λόγιος. Ήταν μαθητής και φίλος του αυτοκράτορα Λέοντα Γ’ του Σοφού και έγραψε διάφορα ποιήματα στα οποία κυριαρχούν τα ανακρεόντεια μέτρα. Τα κυριότερα από αυτά είναι τρία ποιήματα που απευθύνονται… …   Dictionary of Greek

  • Τορί, Ζοφρουά — (Tory, Μπουρζ περ. 1480 – Παρίσι περ. 1533). Γάλλος χαράκτης, χρυσοτύπης, καλλιγράφος και τυπογράφος. Σπούδασε στη Ρώμη και στην Μπολόνια και στη συνέχεια μελέτησε στο Παρίσι λογοτεχνία και φιλοσοφία, ενώ στο μεταξύ επιμελήθηκε τις εκδόσεις… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”